- ναυφθορία
- ναυ-φθορία, ἡ,A shipwreck, loss of ships, AP7.73 (Tull. Gem.): pl., Man.1.324.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυφθορία — η (Α ναυφθορία) [ναύφθορος] φθορά ή και απώλεια πλοίου, ναυάγιο … Dictionary of Greek
ναυφθορίας — ναυφθορίᾱς , ναυφθορία shipwreck fem acc pl ναυφθορίᾱς , ναυφθορία shipwreck fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυφθορίης — ναυφθορία shipwreck fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυφθορίῃ — ναυφθορία shipwreck fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυφθορίῃσιν — ναυφθορία shipwreck fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)